παρασόκακο

παρασόκακο
το
πάροδος, μικρό σοκάκι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρασόκακο — το πολύ στενός πλάγιος δρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + σοκάκι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”